- πλέως
- πλέα, πλέων και ιων. τ. πλέος, πλέη, πλέον κ. επιτ. πλεῑος, πλείη και πλῆ, πλεῑον, Α1. πλήρης, γεμάτος (α. «νηῡς πλείη βιότοιο», Ομ. Οδ.β. «εἰδώλων δὲ πλέον πρόθυρον», Ομ. Οδ.γ. πλείη δὲ καὶ αὐλή», Ομ. Οδ.δ. «τάφρος πλέη ὕδατος», Ηρόδ.ε. «ἔπη μωρίας πολλῆς πλέα», Σοφ.)2. (για χρόνο) πλήρης, ολόκληρος («δέκα πλείους ἐνιαυτούς», Ησίοδ.)3. (κατά τον Ησύχ.) «πλείην ἔγκυον».[ΕΤΥΜΟΛ. Το επίθ. έχει σχηματιστεί από το θ. πλη- τού πίμπλημι* «γεμίζω» μέσω ενός αμάρτυρου τ. *πλη-jος με τις εξής μεταβολές: ο τ. πλέως < *πλη-jος με σίγηση τού -j- και αντιμεταχώρηση (πρβλ. λεώς < *ληός), ενώ οι τ. πλέος, πλέᾱ < *πλη-jος, *πλη-jα με βράχυνση τού μακρού -η- προ φωνήεντος (πρβλ. χρέος < χρῆος). Οι επικοί τ. πλεῖος, πλείη, πλεῖον είναι λανθασμένοι μεταχαρακτηρισμοί αντί τών ορθών πλῆος, πλήη, πλῆον].
Dictionary of Greek. 2013.